αδρενεργικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδρενεργικός < αγγλική adrenergic < adrenaline + -ergic
Επίθετο
επεξεργασίααδρενεργικός, -ή, -ό
- (φαρμακευτική) ιδιότητα φαρμακευτικού σκευάσματος που έχει τη λειτουργία της αδρεναλίνης
- που προκαλεί την έκλυση αδρεναλίνης
- ※ Η φαινυλεφρίνη είναι ένας α - αδρενεργικός αγωνιστής που προκαλεί αγγειοσύσπαση και σύσπαση του σπλήνα , διευκολύνοντας έτσι την απελευθέρωση του παχέος εντέρου (Δελτίον της Ελληνικής Κτηνιατρικής Εταιρείας, 2009, σελ. 532)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδρενεργικός