↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδειοδοτικός η αδειοδοτική το αδειοδοτικό
      γενική του αδειοδοτικού της αδειοδοτικής του αδειοδοτικού
    αιτιατική τον αδειοδοτικό την αδειοδοτική το αδειοδοτικό
     κλητική αδειοδοτικέ αδειοδοτική αδειοδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδειοδοτικοί οι αδειοδοτικές τα αδειοδοτικά
      γενική των αδειοδοτικών των αδειοδοτικών των αδειοδοτικών
    αιτιατική τους αδειοδοτικούς τις αδειοδοτικές τα αδειοδοτικά
     κλητική αδειοδοτικοί αδειοδοτικές αδειοδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδειοδοτικός < αδειοδότ(ηση) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ði.o.ðo.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δει‐ο‐δο‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αδειοδοτικός, ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr