↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγροταγορά οι αγροταγορές
      γενική της αγροταγοράς των αγροταγορών
    αιτιατική την αγροταγορά τις αγροταγορές
     κλητική αγροταγορά αγροταγορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγροταγορά < αγρότ(ης) + αγορά ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική farmer's market)
Η λέξη πρωτοπροτάθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 2015

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣɾo.ta.ɣoˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γρο‐τα‐γο‐ρά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγροταγορά θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία