• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αγουρίλα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγουρίλα οι αγουρίλες
      γενική της αγουρίλας —
    αιτιατική την αγουρίλα τις αγουρίλες
     κλητική αγουρίλα αγουρίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγουρίλα < άγουρος + -ίλα < αρχαία ελληνική ἄωρος < ὥρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγουρίλα θηλυκό

  • η γεύση που έχει κάτι το άγουρο

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • αγουράδα
  • στυφάδα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις άγουρος και ώρα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αγουρίλα
  • αγγλικά : sourness (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αγουρίλα&oldid=5447949"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 07:12

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 07:12.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας