↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγελοβλεπούσα οι αγγελοβλεπούσες
      γενική της αγγελοβλεπούσας
    αιτιατική την αγγελοβλεπούσα τις αγγελοβλεπούσες
     κλητική αγγελοβλεπούσα αγγελοβλεπούσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγελοβλεπούσα < αγγελο- + βλέπ(ω) + -ούσα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.lo.vleˈpu.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γέλ‐λo‐βλε‐πού‐σα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγγελοβλεπούσα θηλυκό

  1. αυτή που έχει αγγελικό βλέμμα
    ⮡  Όμορφη γλυκιά μου αγγελοβλεπούσα.
  2. αυτή που βλέπει αγγέλους (ιδίως για την Παναγία)

Συγγενικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία