αγγελοβλεπούσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγγελοβλεπούσα | οι | αγγελοβλεπούσες |
γενική | της | αγγελοβλεπούσας | — | |
αιτιατική | την | αγγελοβλεπούσα | τις | αγγελοβλεπούσες |
κλητική | αγγελοβλεπούσα | αγγελοβλεπούσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγγελοβλεπούσα < αγγελο- + βλέπ(ω) + -ούσα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.lo.vleˈpu.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γέλ‐λo‐βλε‐πού‐σα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγελοβλεπούσα θηλυκό
- αυτή που έχει αγγελικό βλέμμα
- ⮡ Όμορφη γλυκιά μου αγγελοβλεπούσα.
- αυτή που βλέπει αγγέλους (ιδίως για την Παναγία)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγγελοβλεπούσα
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .