Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγελοβλέπω < αγγελο- + βλέπω.

  Ρήμα επεξεργασία

αγγελοβλέπω

  • βλέπω τον άγγελο του θανάτου, πεθαίνω, ψυχορραγώ.
    Αφησέ τον ήσυχο! Δε καταλαβαίνεις ότι αγγελοβλέπει;

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία