ήδιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ήδιστος | η | ήδιστη | το | ήδιστο |
γενική | του | ήδιστου | της | ήδιστης | του | ήδιστου |
αιτιατική | τον | ήδιστο | την | ήδιστη | το | ήδιστο |
κλητική | ήδιστε | ήδιστη | ήδιστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ήδιστοι | οι | ήδιστες | τα | ήδιστα |
γενική | των | ήδιστων | των | ήδιστων | των | ήδιστων |
αιτιατική | τους | ήδιστους | τις | ήδιστες | τα | ήδιστα |
κλητική | ήδιστοι | ήδιστες | ήδιστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαήδιστος
- ο πιο ευχάριστος, ο πιο γλυκός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ήδιστος
|