έχμαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έχμαση | οι | εχμάσεις |
γενική | της | έχμασης* | των | εχμάσεων |
αιτιατική | την | έχμαση | τις | εχμάσεις |
κλητική | έχμαση | εχμάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εχμάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
έχμαση θηλυκό
- (ναυτικός όρος, επίσημο, σπάνιο) ασφαλές δέσιμο (με έχμα) λέμβου σε πλοίο, της άγκυρας ή των φορτίων ενός πλοίου κ.λ.π.