• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

έπαρμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἔπαρμα

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Πολυλεκτικοί όροι
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έπαρμα τα επάρματα
      γενική του επάρματος των επαρμάτων
    αιτιατική το έπαρμα τα επάρματα
     κλητική έπαρμα επάρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
έπαρμα < αρχαία ελληνική ἔπαρμα < ἐπαίρω < ἐπί + αἴρω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

έπαρμα ουδέτερο

  1. καθετί που προεξέχει, ύψωμα
  2. (ανατομία) εξέχον μέρους του οστού ή εξόγκωση άλλου οργάνου του σώματος

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  • έπαρμα ιστίου: (ναυτικός όρος)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    έπαρμα
  • αγγλικά : protrusion (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=έπαρμα&oldid=5566632"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Ιουνίου 2022, στις 04:14

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Ιουνίου 2022, στις 04:14.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας