έδραση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έδραση | οι | εδράσεις |
γενική | της | έδρασης* | των | εδράσεων |
αιτιατική | την | έδραση | τις | εδράσεις |
κλητική | έδραση | εδράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εδράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έδραση < εδράζω + -ση < (ελληνιστική κοινή) ἑδράζω < αρχαία ελληνική ἕδρα < ἕδος / ἕζομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sedio- < *sed-
Ουσιαστικό επεξεργασία
έδραση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
έδραση
|