άταχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άταχτος | η | άταχτη | το | άταχτο |
γενική | του | άταχτου | της | άταχτης | του | άταχτου |
αιτιατική | τον | άταχτο | την | άταχτη | το | άταχτο |
κλητική | άταχτε | άταχτη | άταχτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άταχτοι | οι | άταχτες | τα | άταχτα |
γενική | των | άταχτων | των | άταχτων | των | άταχτων |
αιτιατική | τους | άταχτους | τις | άταχτες | τα | άταχτα |
κλητική | άταχτοι | άταχτες | άταχτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άταχτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαάταχτος, -η, -ο
- που δε βρίσκεται σε τάξη ή δε γίνεται με τάξη, άτακτος
- ανώμαλος, ακανόνιστος
- απείθαρχος, που κάνει αταξίες
- αυτό το παιδί είναι πολύ άταχτο και χρειάζεται παραδειγματισμό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άταχτος
|