↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άταχτος η άταχτη το άταχτο
      γενική του άταχτου της άταχτης του άταχτου
    αιτιατική τον άταχτο την άταχτη το άταχτο
     κλητική άταχτε άταχτη άταχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άταχτοι οι άταχτες τα άταχτα
      γενική των άταχτων των άταχτων των άταχτων
    αιτιατική τους άταχτους τις άταχτες τα άταχτα
     κλητική άταχτοι άταχτες άταχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άταχτος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

άταχτος, -η, -ο

  1. που δε βρίσκεται σε τάξη ή δε γίνεται με τάξη, άτακτος
  2. ανώμαλος, ακανόνιστος
  3. απείθαρχος, που κάνει αταξίες
    αυτό το παιδί είναι πολύ άταχτο και χρειάζεται παραδειγματισμό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία