άταχτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άταχτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
άταχτος
- που δε βρίσκεται σε τάξη ή δε γίνεται με τάξη, άτακτος
- ανώμαλος, ακανόνιστος
- απείθαρχος, που κάνει αταξίες
- αυτό το παιδί είναι πολύ άταχτο και χρειάζεται παραδειγματισμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
άταχτος
|