Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άταχτος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

άταχτος

  1. που δε βρίσκεται σε τάξη ή δε γίνεται με τάξη, άτακτος
  2. ανώμαλος, ακανόνιστος
  3. απείθαρχος, που κάνει αταξίες
    αυτό το παιδί είναι πολύ άταχτο και χρειάζεται παραδειγματισμό

  Μεταφράσεις επεξεργασία