Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άστριφτος η άστριφτη το άστριφτο
      γενική του άστριφτου της άστριφτης του άστριφτου
    αιτιατική τον άστριφτο την άστριφτη το άστριφτο
     κλητική άστριφτε άστριφτη άστριφτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άστριφτοι οι άστριφτες τα άστριφτα
      γενική των άστριφτων των άστριφτων των άστριφτων
    αιτιατική τους άστριφτους τις άστριφτες τα άστριφτα
     κλητική άστριφτοι άστριφτες άστριφτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άστριφτος < ά- στερητικό + στριφτός (στρίβω)

  Επίθετο επεξεργασία

άστριφτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία