άστολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άστολος | η | άστολη | το | άστολο |
γενική | του | άστολου | της | άστολης | του | άστολου |
αιτιατική | τον | άστολο | την | άστολη | το | άστολο |
κλητική | άστολε | άστολη | άστολο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άστολοι | οι | άστολες | τα | άστολα |
γενική | των | άστολων | των | άστολων | των | άστολων |
αιτιατική | τους | άστολους | τις | άστολες | τα | άστολα |
κλητική | άστολοι | άστολες | άστολα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαάστολος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία άστολος
|