άνω και κάτω τελεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άνω και κάτω τελεία | οι | άνω και κάτω τελείες |
γενική | της | άνω και κάτω τελείας | των | άνω και κάτω τελειών |
αιτιατική | την | άνω και κάτω τελεία | τις | άνω και κάτω τελείες |
κλητική | άνω και κάτω τελεία | άνω και κάτω τελείες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαάνω και κάτω τελεία θηλυκό
- (σημείο στίξης) που αποτελείται από δύο τελείες, η μία λίγο κάτω από την άλλη, και που χρησιμοποιείται πριν από την απαρίθμηση στοιχείων, την εισαγωγή κειμένου που λέγεται κατά λέξη (παροιμία, παράθεμα κλπ.), ή μια εξήγηση
- σύμβολο: :