άμαζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άμαζος | η | άμαζη | το | άμαζο |
γενική | του | άμαζου | της | άμαζης | του | άμαζου |
αιτιατική | τον | άμαζο | την | άμαζη | το | άμαζο |
κλητική | άμαζε | άμαζη | άμαζο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άμαζοι | οι | άμαζες | τα | άμαζα |
γενική | των | άμαζων | των | άμαζων | των | άμαζων |
αιτιατική | τους | άμαζους | τις | άμαζες | τα | άμαζα |
κλητική | άμαζοι | άμαζες | άμαζα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαάμαζος
- (σπάνιο) που δεν είναι μαζικός
- ※ Βλέπετε, τυχαίνει η πρωτομαγιάτικη συμπόρευση του ... και των ... είχε σημείο εκκίνησης την άμαζη και άνευρη -κατά γενική ομολογία όλων - συγκέντρωση στο Πεδίον του Αρεως. (εφημ. Ριζοσπάστης, 8 Μάη 2001, [1])
- ※ Για τα δεδομένα της Αθήνας η προσέλευση ήταν επιεικώς μέτρια, «άμαζη» στο ιδίωμα της αριστεράς. (protagon.gr, 16 Ιουνίου 2016, [2])
- (φυσική, σπάνιο) χωρίς μάζα
- ※ Θεωρήστε στερεή άμαζη ευθύγραμμη λεπτή ράβδο μήκους L η οποία μπορεί να περιστρέφεται περί το ένα της άκρο στο επίπεδο (Γενική Μεταπτυχιακή Εξέταση - ΕΜΠ & ΕΚΕΦΕ-"∆ημόκριτος", Μέρος Ι - Πέμπτη 26/02/09, ΕΜΠ, Σχολή Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών [3])
Μεταφράσεις
επεξεργασία άμαζος
|