άγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άγμα | τα | άγματα |
γενική | του | άγματος | των | αγμάτων |
αιτιατική | το | άγμα | τα | άγματα |
κλητική | άγμα | άγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άγμα < αρχαία ελληνική ἄγνυμι (θραύω, σπάω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάγμα ουδέτερο
- ρινικός φθόγγος (ρινικό σύμφωνο) που σχηματίζεται στο πίσω μέρος του ουρανίσκου (μαλακή υπερώα) και μοιάζει ακουστικά με με τον φθόγγο [n] (με τη διαφορά ότι ο τελευταίος σχηματίζεται στο μπροστινό μέρος του στόματος ανάμεσα στη γλώσσα και στα φατνία των ούλων και όχι στον ουρανίσκο)
- το σύμβολο [ŋ] του φθόγγου αυτού στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο
- Σημείωση
- Στη γραφή ο φθόγγος αυτός συμβολίζεται με το γράμμα γάμα: <γ>.
- Παραδείγματα λέξεων με άγμα στην προφορά τους
- αγχος [áŋχos], άγγαρία [aŋgaría], αγχόνη [aŋχóni], έγχορδο [éŋχorδo], αγκάθι [aŋgáθi], έγγραφο [éŋγrafo], έγκατα [éŋgata], συγγραφέας [siŋγraféas], ελέγχω [eléŋχo], σαλπιγκτής [salpiŋktís], πλαγκτόν [plaŋktón].