άγλωσσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άγλωσσος | η | άγλωσση | το | άγλωσσο |
γενική | του | άγλωσσου | της | άγλωσσης | του | άγλωσσου |
αιτιατική | τον | άγλωσσο | την | άγλωσση | το | άγλωσσο |
κλητική | άγλωσσε | άγλωσση | άγλωσσο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άγλωσσοι | οι | άγλωσσες | τα | άγλωσσα |
γενική | των | άγλωσσων | των | άγλωσσων | των | άγλωσσων |
αιτιατική | τους | άγλωσσους | τις | άγλωσσες | τα | άγλωσσα |
κλητική | άγλωσσοι | άγλωσσες | άγλωσσα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άγλωσσος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαάγλωσσος
- που δεν χρησιμοποιεί με ευχέρεια τη γλώσσα του, είτε από μη επαρκείς γνώσεις της είτε αφού δεν διαθέτει σε κανονικό βαθμό τη δεξιότητα της προφορικής ή γραπτής έκφρασης
Μεταφράσεις
επεξεργασία άγλωσσος
|