Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χατσατούρ < άμεσο δάνειο από την αρμενική Խաչատուր (Xačʿatur), κυριολεκτικά: αυτός που δίνει το σταυρό

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χατσατούρ αρσενικό, άκλιτο

Υποκοριστικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία