Χατσατούρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χατσατούρ < άμεσο δάνειο από την αρμενική Խաչատուր (Xačʿatur), κυριολεκτικά: αυτός που δίνει το σταυρό
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χατσατούρ αρσενικό, άκλιτο
επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Χατσατούρ
|
Πηγές επεξεργασία
- Հրաչյա Աճառյան (Χρατσιά Ατσαριάν), Հայոց անձնանունների բառարան (Λεξικό αρμενικών προσωπικών ονομάτων) [1942–1962], τόμ. 2 (Γιερεβάν: Εκδ. Οίκος του Κρατικού Πανεπιστημίου του Γιερεβάν, 1944), σσ. 467 κ.εξ.