Χατσίκ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Χατσίκ < άμεσο δάνειο από την αρμενική Խաչիկ (Xačʿik)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χατσίκ αρσενικό, άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- → δείτε Χατσικιάν και Χατσατουρίδης
Μεταφράσεις επεξεργασία
Χατσίκ
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
Μεταγραφή επεξεργασία
Χατσίκ ουδέτερο, άκλιτο
- χωριό της Αρμενίας, κοντά στα σύνορα με το Αζερμπαϊτζάν