Δείτε επίσης: χαλκιδικός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Χαλκιδικός Χαλκιδική τὸ Χαλκιδικόν
      γενική τοῦ Χαλκιδικοῦ τῆς Χαλκιδικῆς τοῦ Χαλκιδικοῦ
      δοτική τῷ Χαλκιδικ τῇ Χαλκιδικ τῷ Χαλκιδικ
    αιτιατική τὸν Χαλκιδικόν τὴν Χαλκιδικήν τὸ Χαλκιδικόν
     κλητική ! Χαλκιδικέ Χαλκιδική Χαλκιδικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Χαλκιδικοί αἱ Χαλκιδικαί τὰ Χαλκιδικᾰ́
      γενική τῶν Χαλκιδικῶν τῶν Χαλκιδικῶν τῶν Χαλκιδικῶν
      δοτική τοῖς Χαλκιδικοῖς ταῖς Χαλκιδικαῖς τοῖς Χαλκιδικοῖς
    αιτιατική τοὺς Χαλκιδικούς τὰς Χαλκιδικᾱ́ς τὰ Χαλκιδικᾰ́
     κλητική ! Χαλκιδικοί Χαλκιδικαί Χαλκιδικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Χαλκιδικώ τὼ Χαλκιδικᾱ́ τὼ Χαλκιδικώ
      γεν-δοτ τοῖν Χαλκιδικοῖν τοῖν Χαλκιδικαῖν τοῖν Χαλκιδικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Χαλκιδικός < Χαλκίς, Χαλκίδ(ος) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

Χαλκιδικός, -ή, -όν

  1. που σχετίζεται με τη Χαλκίδα
  2. που σχετίζεται με τη Χαλκιδική

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χαλκός

Δείτε επίσης

επεξεργασία