Χαλκίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xalˈci.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χαλ‐κί‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χαλκίτης | οι | Χαλκίτες |
γενική | του | Χαλκίτη | των | Χαλκιτών |
αιτιατική | τον | Χαλκίτη | τους | Χαλκίτες |
κλητική | Χαλκίτη | Χαλκίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΧαλκίτης αρσενικό (θηλυκό Χαλκίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τη Χάλκη ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Χάλκη
- χαλκίτικος
- Χαλκίτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Χαλκίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χαλκίτης | οι | Χαλκίτηδες |
γενική | του | Χαλκίτη* | των | Χαλκίτηδων |
αιτιατική | τον | Χαλκίτη | τους | Χαλκίτηδες |
κλητική | Χαλκίτη | Χαλκίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Χαλκίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Χαλκίτης < πατριδωνυμικό Χαλκίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΧαλκίτης αρσενικό (θηλυκό Χαλκίτη ή Χαλκίτου)