Δείτε επίσης: φυλάκιο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Φυλάκιο
      γενική του Φυλακίου
Φυλάκιου
    αιτιατική το Φυλάκιο
     κλητική Φυλάκιο
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Φυλάκιο < φυλάκιο, μεταφραστικό δάνειο από την οθωμανική τουρκική , τουρκικά Seymenli (Σεϊμενλί)· το μέρος που έχει σεϊμένηδες (τουρκικά seymen ή seğmen), ένοπλους φρουρούς

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Φυλάκιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία