Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Φτερόλακκα οι Φτερόλακκες
      γενική της Φτερόλακκας των Φτερολακκών
    αιτιατική τη Φτερόλακκα τις Φτερόλακκες
     κλητική Φτερόλακκα Φτερόλακκες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φτερόλακκα < φτέρ(η) + -ό- + λάκκα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fteˈɾo.la.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φτε‐ρό‐λακ‐κα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φτερόλακκα θηλυκό

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. κορυφή βουνού του Παρνασσού

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία