Φιλιππουπολίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Φιλιππουπολίτης < Φιλιππούπολ(η) + -ίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦιλιππουπολίτης αρσενικό (θηλυκό Φιλιππουπολίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τη Φιλιππούπολη ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία Φιλιππουπολίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Φιλιππουπολίτης | οι | Φιλιππουπολίτηδες |
γενική | του | Φιλιππουπολίτη* | των | Φιλιππουπολίτηδων |
αιτιατική | τον | Φιλιππουπολίτη | τους | Φιλιππουπολίτηδες |
κλητική | Φιλιππουπολίτη | Φιλιππουπολίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Φιλιππουπολίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Φιλιππουπολίτης < πατριδωνυμικό Φιλιππουπολίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦιλιππουπολίτης αρσενικό (θηλυκό Φιλιππουπολίτη ή Φιλιππουπολίτου)