Υβόννη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Υβόννη | ||
γενική | της | Υβόννης | ||
αιτιατική | την | Υβόννη | ||
κλητική | Υβόννη | |||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Υβόννη < (άμεσο δάνειο) γαλλική Yvonne, θηλυκό του Yvon < Yves < πρωτογερμανική *īwaz (τάξος, ήμερο έλατο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁eyH-weh₂- < *h₁eyH- (κοκκινωπός, πολύχρωμος)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΥβόννη θηλυκό