Τόλιας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Τόλιας <
- σύντμηση του Αποστόλης, Απόστολος
- από το αλβανικό Tolja • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈto.ʎas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τό‐λιας
Κύριο όνομα 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τόλιας | οι | Τόλιες |
γενική | του | Τόλια | — | |
αιτιατική | τον | Τόλια | τους | Τόλιες |
κλητική | Τόλια | Τόλιες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Τόλιας αρσενικό
- ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό του Αποστόλης
Συγγενικά
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Τόλιας < από το αλβανικό Tolja • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τόλιας | οι | Τόλιες & Τολιέηδες |
γενική | του | Τόλια | των | — Τολιέηδων |
αιτιατική | τον | Τόλια | τους | Τόλιες & Τολιέηδες |
κλητική | Τόλια | Τόλιες & Τολιέηδες | ||
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη. Επίσης, πληθυντικός με κατάληξη -ι-αίοι. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Πετρούνιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Τόλιας αρσενικό (θηλυκό Τόλια)