Τόλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τόλιος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈto.ʎos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τό‐λιος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤόλιος αρσενικό (θηλυκό Τόλιου)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]