Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Τσιρχόγλου οι Τσιρχόγλοι
Τσιρχογλαίοι
οι Τσιρχόγλου
      γενική του/της Τσιρχόγλου των Τσιρχόγλων
Τσιρχογλαίων
των Τσιρχόγλου
    αιτιατική τον/την Τσιρχόγλου τους Τσιρχόγλους
Τσιρχογλαίους
τους/τις Τσιρχόγλου
     κλητική Τσιρχόγλου Τσιρχόγλοι
Τσιρχογλαίοι
Τσιρχόγλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τσιρχόγλου < + -όγλου• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡siɾˈxo.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσιρ‐χό‐γλου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τσιρχόγλου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία