↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Τσαούσογλου οι Τσαούσογλοι
Τσαουσογλαίοι
οι Τσαούσογλου
      γενική του/της Τσαούσογλου των Τσαούσογλων
Τσαουσογλαίων
των Τσαούσογλου
    αιτιατική τον/την Τσαούσογλου τους Τσαούσογλους
Τσαουσογλαίους
τους/τις Τσαούσογλου
     κλητική Τσαούσογλου Τσαούσογλοι
Τσαουσογλαίοι
Τσαούσογλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Τσαούσογλου < Τσαούσ(ης) + -ογλου

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡saˈu.so.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσα‐ού‐σο‐γλου

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τσαούσογλου αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία