πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Τρικόρυνθος
      γενική τῆς Τρικορύνθου
      δοτική τῇ Τρικορύνθ
    αιτιατική τὴν Τρικόρυνθον
     κλητική ! Τρικόρυνθε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Τρικόρυνθος < τρι- + κόρυνθος

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τρικόρυνθος θηλυκό