Τρικόρυνθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τρικόρυνθος | ||
γενική | της | Τρικορύνθου | ||
αιτιατική | την | Τρικόρυνθο | ||
κλητική | Τρικόρυνθε (Τρικόρυνθο) | |||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τρικόρυνθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Τρικόρυνθος / Τρικόρυθον (ουδέτερο)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾiˈko.ɾin.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τρι‐κό‐ρυν‐θος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τρικόρυνθος θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τρικόρυνθος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τρικόρυνθος θηλυκό
- δήμος των Αθηνών, άλλη μορφή του Τρικόρυθον
- ※ 1ος αιώνας πΚΕ - Στράβων Γεωγραφικά, Θ.1.22.
- μετὰ δὲ Μαραθῶνα Τρικόρυνθος, εἶτα Ῥαμνοῦς, [ὅπου] τὸ τῆς Νεμέσεως ἱερόν