Τεντόγλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Τεντόγλου | οι | Τεντόγλοι & Τεντογλαίοι |
οι | Τεντόγλου |
γενική | του/της | Τεντόγλου | των | Τεντόγλων & Τεντογλαίων |
των | Τεντόγλου |
αιτιατική | τον/την | Τεντόγλου | τους | Τεντόγλους & Τεντογλαίους |
τους/τις | Τεντόγλου |
κλητική | Τεντόγλου | Τεντόγλοι & Τεντογλαίοι |
Τεντόγλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τεντόγλου < + -όγλου • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tenˈdo.ɣlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τε‐ντό‐γλου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤεντόγλου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μίλτος Τεντόγλου στη Βικιπαίδεια (γεν. 1998), αθλητής του άλματος εις μήκος