Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Τεντόγλου οι Τεντόγλοι
Τεντογλαίοι
οι Τεντόγλου
      γενική του/της Τεντόγλου των Τεντόγλων
Τεντογλαίων
των Τεντόγλου
    αιτιατική τον/την Τεντόγλου τους Τεντόγλους
Τεντογλαίους
τους/τις Τεντόγλου
     κλητική Τεντόγλου Τεντόγλοι
Τεντογλαίοι
Τεντόγλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τεντόγλου < + -όγλου • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tenˈdo.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τε‐ντό‐γλου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τεντόγλου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία