Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Τέρνοβο τα Τέρνοβα
      γενική του Τερνόβου
Τέρνοβου
των Τερνόβων
    αιτιατική το Τέρνοβο τα Τέρνοβα
     κλητική Τέρνοβο Τέρνοβα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τέρνοβο < σλαβικής προέλευσης *tьrnъ (αγκάθι) + -ovo (επίθημα σχηματισμού τοπωνυμίων)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈteɾ.no.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τέρ‐νο‐βο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τέρνοβο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία