Συλλελόγλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Συλλελόγλου | οι | Συλλελόγλοι & Συλλελογλαίοι |
οι | Συλλελόγλου |
γενική | του/της | Συλλελόγλου | των | Συλλελόγλων & Συλλελογλαίων |
των | Συλλελόγλου |
αιτιατική | τον/τη | Συλλελόγλου | τους | Συλλελόγλους & Συλλελογλαίους |
τους/τις | Συλλελόγλου |
κλητική | Συλλελόγλου | Συλλελόγλοι & Συλλελογλαίοι |
Συλλελόγλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Συλλελόγλου < + -όγλου • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.leˈlo.ɣlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Συλ‐λε‐λό‐γλου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣυλλελόγλου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο