Στυλίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Στυλίδα | οι | Στυλίδες |
γενική | της | Στυλίδας | των | Στυλίδων |
αιτιατική | τη | Στυλίδα | τις | Στυλίδες |
κλητική | Στυλίδα | Στυλίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα επεξεργασία
Στυλίδα θηλυκό
- παραλιακός οικισμός και λιμένας του νομού Φθιώτιδας
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Στυλίδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Στυλίδα
|