Στυλίς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Στυλίς | αἱ | Στυλίδες | ||||
γενική | τῆς | Στυλίδος | τῶν | Στυλίδων | ||||
δοτική | τῇ | Στυλίδι | ταῖς | Στυλίσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | Στυλίδα | τὰς | Στυλίδας | ||||
κλητική ὦ! | Στυλίς* | Στυλίδες | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς Συνήθως στον ενικό | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Στυλίς < → δείτε τη λέξη Στυλίδα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stiˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στυ‐λίς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτυλίς θηλυκό
- (καθαρεύουσα) κωμόπολη της Φθιώτιδας
- → δείτε τη λέξη Στυλίδα