Δείτε επίσης: Στυλίδα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στυλίδα οι στυλίδες
      γενική της στυλίδας των στυλίδων
    αιτιατική τη στυλίδα τις στυλίδες
     κλητική στυλίδα στυλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στυλίδα (el) θηλυκό (ανατομία), (ιατρική)

  • το σαρκώδες εξωτερικό τελείωμα του ρινικού διαφράγματος
    δημώδης περιγραφή: το δέρμα ανάμεσα στα ρουθούνια

  Μεταφράσεις επεξεργασία