Στρουζιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /stɾuˈzʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στρου‐ζιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Στρουζιώτης αρσενικό (θηλυκό Στρουζιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό τη Στρούζα ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Στρούζα
- Στρουζιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Στρουζιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Στρουζιώτης | οι | Στρουζιώτηδες |
γενική | του | Στρουζιώτη* | των | Στρουζιώτηδων |
αιτιατική | τον | Στρουζιώτη | τους | Στρουζιώτηδες |
κλητική | Στρουζιώτη | Στρουζιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Στρουζιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Στρουζιώτης < πατριδωνυμικό Στρουζιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Στρουζιώτης αρσενικό (θηλυκό Στρουζιώτη ή Στρουζιώτου)