Στρούζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈstɾu.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στρού‐ζα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Στρούζα | ||
γενική | της | Στρούζας | ||
αιτιατική | τη | Στρούζα | ||
κλητική | Στρούζα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Στρούζα < σλαβικής προέλευσης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- Στρούζα < γενική ενικού του αρσενικού Στρούζας
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Στρούζα θηλυκό άκλιτο