Αιγίτιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Αιγίτιο | ||
γενική | του | Αιγιτίου & Αιγίτιου | ||
αιτιατική | το | Αιγίτιο | ||
κλητική | Αιγίτιο | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αιγίτιο < αρχαία ελληνική Αἰγίτιον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈʝi.ti.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αι‐γί‐τι‐ο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αιγίτιο ουδέτερο