Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Στρασβούργο τα Στρασβούργα
      γενική του Στρασβούργου των Στρασβούργων
    αιτιατική το Στρασβούργο τα Στρασβούργα
     κλητική Στρασβούργο Στρασβούργα
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Στρασβούργο < (άμεσο δάνειο) γαλλική Strasbourg + -ο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Στρασβούργο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία