Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σοφιάδα οι Σοφιάδες
      γενική της Σοφιάδας των Σοφιάδων
    αιτιατική τη Σοφιάδα τις Σοφιάδες
     κλητική Σοφιάδα Σοφιάδες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σοφιάδα < καθαρεύουσα Σοφιάς. Μορφολογικά αναλύεται σε Σοφί(α) + -άδα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /so.fiˈa.ða/ & /soˈfça.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σο‐φι‐ά‐δα ή Σο‐φιά‐δα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σοφιάδα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία