Σουρπιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /suɾˈpço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σουρ‐πιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σουρπιώτης αρσενικό (θηλυκό Σουρπιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Σούρπη ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Σούρπη
- Σουρπιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σουρπιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σουρπιώτης | οι | Σουρπιώτηδες |
γενική | του | Σουρπιώτη* | των | Σουρπιώτηδων |
αιτιατική | τον | Σουρπιώτη | τους | Σουρπιώτηδες |
κλητική | Σουρπιώτη | Σουρπιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σουρπιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Σουρπιώτης < πατριδωνυμικό Σουρπιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σουρπιώτης αρσενικό (θηλυκό Σουρπιώτη ή Σουρπιώτου)