↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σουρπιώτισσα οι Σουρπιώτισσες
      γενική της Σουρπιώτισσας των Σουρπιωτισσών
    αιτιατική τη Σουρπιώτισσα τις Σουρπιώτισσες
     κλητική Σουρπιώτισσα Σουρπιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σουρπιώτισσα < Σουρπιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /suɾˈpço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σουρ‐πιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σουρπιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σουρπιώτης