Σολωμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σολωμός < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή שלמה (Shlomo)[1] < שלום (shalóm, ειρήνη) < πρωτοσημιτική *šalām- (ειρήνη, ευημερία). Δε σχετίζεται με το ψάρι 'σολομός'.
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΣολωμός αρσενικό (θηλυκό Σολωμού)
Συγγενικά
επεξεργασίαμε το επώνυμο του Διονύσιου Σολωμού:
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Διονύσιος Σολωμός στη Βικιπαίδεια (1798-1857), εθνικός ποιητής της Ελλάδας