Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Σκούρογλου οι Σκούρογλοι
Σκουρογλαίοι
οι Σκούρογλου
      γενική του/της Σκούρογλου των Σκούρογλων
Σκουρογλαίων
των Σκούρογλου
    αιτιατική τον/τη Σκούρογλου τους Σκούρογλους
Σκουρογλαίους
τους/τις Σκούρογλου
     κλητική Σκούρογλου Σκούρογλοι
Σκουρογλαίοι
Σκούρογλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σκούρογλου < Σκούρ(ας) + -ογλου

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsku.ɾo.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σκού‐ρο‐γλου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σκούρογλου αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία