Σκοπιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σκοπιά | οι | Σκοπιές |
γενική | της | Σκοπιάς | των | Σκοπιών |
αιτιατική | τη | Σκοπιά | τις | Σκοπιές |
κλητική | Σκοπιά | Σκοπιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σκοπιά < σκοπιά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skoˈpça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκο‐πιά
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σκοπιά θηλυκό