Σκοπιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σκοπιώτισσα < Σκοπιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skoˈpço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκο‐πιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκοπιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σκοπιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη Σκοπιά
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σκοπιώτης
Σκοπιώτισσα
|