Σκεπαστή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σκεπαστή | οι | Σκεπαστές |
γενική | της | Σκεπαστής | των | Σκεπαστών |
αιτιατική | τη | Σκεπαστή | τις | Σκεπαστές |
κλητική | Σκεπαστή | Σκεπαστές | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σκεπαστή < σκεπαστή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου σκεπαστός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sce.paˈsti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκε‐πα‐στή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκεπαστή θηλυκό