Σκάρφεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σκάρφεια | ||
γενική | της | Σκάρφειας | ||
αιτιατική | τη | Σκάρφεια | ||
κλητική | Σκάρφεια | |||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σκάρφεια < ελληνιστική κοινή Σκάρφεια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈskaɾ.fi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκάρ‐φει‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκάρφεια θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασία- Άντερας (πρώην ονομασία)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Σκάρφειᾰ | ||||||
γενική | τῆς | Σκαρφείᾱς | ||||||
δοτική | τῇ | Σκαρφείᾳ | ||||||
αιτιατική | τὴν | Σκάρφειᾰν | ||||||
κλητική ὦ! | Σκάρφειᾰ | |||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σκάρφεια < Σκάρφη• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκάρφεια θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ελληνιστική κοινή) (πόλη) άλλη μορφή του Σκάρφη
Πηγές
επεξεργασία- Σκάρφεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.