Σιφνιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sifˈɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σιφ‐νιός
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΣιφνιός αρσενικό (θηλυκό Σιφνιά)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το νησί της Σίφνου ή κατοικεί εκεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σιφνιώτικος
- Σιφνιός (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σιφνιός
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Σιφνιός < πατριδωνυμικό Σιφνιός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣιφνιός αρσενικό (θηλυκό Σιφνιού)